- αμαυρός
- ἀμαυρός, -ά, -όν (AM)θαμπός, σκοτεινόςμσν.(το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένααρχ.1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος, σκοτεινός4. (για πρόσωπα) τυφλός, αόμματος5. (για ήχους) ελαφρός, αμυδρός, ασθενικός6. ασαφής, αβέβαιος7. άσημος, αφανής, άγνωστος8. μελαγχολικός, ταραγμένος, ανήσυχος, συγκεχυμένος9. (με ενεργητική σημασία) (αρρώστια) που αδυνατίζει, που εξασθενεί10. επίρρ. ἀμαυρά και ἀμαυρῶςαδύναμα, αμυδρά, θολά.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο που απαντά για πρώτη φορά στην Οδύσσεια ως χαρακτηρισμός οπτασίας, φαντάσματος, με τη σημασία «σκοτεινός, δυσδιάκριτος». Στη Σαπφώ το επιθ. χαρακτήριζε τους νεκρούς. Η λ. απαντά επίσης ως επίθ. τής νύχτας, ως χαρακτηρισμός βλέμματος και γενικά έχει τη σημασία «ελάχιστα ορατός, σκοτεινός, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης» χωρίς να δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Από το επίθ. ἀμαυρός προήλθε ο ρηματικός τ. ἀμαυρῶ «κάνω κάτι σκοτεινό, επισκιάζω, μειώνω, εξαλείφω». Παράλληλα με το επίθ. ἀμαυρός απαντούν σπανιότερα και οι συνώνυμες λ. μαύρος ή μαυρός, που είναι πιθανό να προήλθαν υποχωρητικά από το ρ. μαυρῶ (-όω) «κάνω κάτι σκοτεινό, μαυρίζω». Στα νέα Ελληνικά το επιθ. μαῦρος* δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Το ρ. μαυρῶ πρέπει να προήλθε από το ἀμαυρῶ με σίγηση τού αρκτικού ἀ-. Ετυμολογικά το επίθ. ἀμαυρός είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το επίθ. ἀμυδρός.ΠΑΡ. ἀμαυρότηςαρχ.ἀμαυρίσκω.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαυρόβιος, ἀμαυροφανής].
Dictionary of Greek. 2013.